- ἄρακι
- ἄρακιἄραξmasc dat sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄρακι — ἄραξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] … Dictionary of Greek
φιλαράκι — το, Ν υποκορ. τ. τού φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. μηλ αράκι, ξυλ αράκι)] … Dictionary of Greek
φυλλαράκι — το, Ν μικρό φύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι)] … Dictionary of Greek
αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα … Dictionary of Greek